Ο Γιοακίμ Νάγκελ, μέλος της ΕΚΤ, δήλωσε ότι η κεντρική τράπεζα δεν προγραμματίζει δράσεις για να στηρίξει τη γαλλική οικονομία κατά την περίοδο κρίσης, εστιάζοντας στη νομισματική πολιτική και όχι σε πολιτικούς κινδύνους.
Σύντομη Περίληψη:
- Η ΕΚΤ δεν θα παρέμβει για τις διακυμάνσεις στα κρατικά ομόλογα.
- Ο Νάγκελ τονίζει τη σημασία της νομισματικής πολιτικής.
- Η μείωση των επιτοκίων είναι υπό συζήτηση, με στόχους για το 2025.
Στη διάρκεια μιας εκδήλωσης στη Φρανκφούρτη, ο Γιοακίμ Νάγκελ, πρόεδρος της Bundesbank και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), διασαφηνίζει ότι η κεντρική τράπεζα δεν σκοπεύει να παρέμβει προκειμένου να στηρίξει τη γαλλική οικονομία κατά την τρέχουσα κρίση. Η δήλωση αυτή έρχεται σε συνέχεια των ανησυχιών που εκφράστηκαν σχετικά με την αύξηση των επιτοκίων δανεισμού της Γαλλίας, η οποία συνδέεται άμεσα με την αβεβαιότητα γύρω από το προϋπολογισμό της επόμενης χρονιάς.
Ό,τι κάνουμε στο Διοικητικό Συμβούλιο έχει επίκεντρο τη νομισματική πολιτική, τόνισε ο Νάγκελ, σύμφωνα με το Bloomberg.
Ο ίδιος έτεινε να ερμηνεύσει τις κινήσεις στην αγορά κρατικών ομολόγων ως απόψεις που αντικατοπτρίζουν πολιτικούς κινδύνους και αβεβαιότητες. Αναφέροντας συγκεκριμένα: Ό,τι συμβαίνει με μεμονωμένα κρατικά ομόλογα αντανακλά το τι μπορεί να συμβαίνει πολιτικά στη χώρα τη δεδομένη στιγμ.
Επιπλέον, ο Νάγκελ τόνισε: Όμως οι πολιτικοί κίνδυνοι, οι οποίοι μπορεί στη συνέχεια να αντικατοπτρίζονται σε υψηλότερα ασφάλιστρα κινδύνου στις χρηματοπιστωτικές αγορές, δεν θα δικαιολογούσαν το συμπέρασμα ότι υπάρχουν διαταραχές στη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής.
Μέχρι στιγμής, η ΕΚΤ έχει ήδη θεσπίσει ένα έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων από το 2022, το οποίο επιτρέπει την αγορά κρατικών τίτλων όταν κρίνεται ότι η πολιτική της απειλείται από αδικαιολόγητες κινήσεις στην αγορά. Παρόλα αυτά, οι χώρες θα πρέπει να πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια, όπως η δημοσιονομική βιωσιμότητα, προτού καταστούν επιλέξιμες για στήριξη.
Δεν είναι καθήκον νομισματικής πολιτικής η διάσωση μεμονωμένων χωρών, υπογράμμισε ο Νάγκελ. Υπάρχουν αρκετά άλλα διαθέσιμα όργανα.
Στο πλαίσιο αυτό, οι προβλέψεις για τις επιτοκιακές πολιτικές της ΕΚΤ επηρεάζονται από τον αναμενόμενο πληθωρισμό, την οικονομική ανάπτυξη στην Ευρωζώνη και τις αναταραχές στην παγκόσμια αγορά. Από την άλλη μεριά, παρατηρείται ότι οι χώρες με υψηλό χρέος, όπως η Ιταλία, η Ισπανία, και η Γαλλία, θα πρέπει να δανείζονται από τις αγορές για να αναχρηματοδοτήσουν το χρέος τους, αυτό σημαίνει ότι οι προοπτικές δανεισμού γίνονται πιο δύσκολες καθώς αποπληρώνουν υψηλότερα επιτόκια από τον ρυθμό ανάπτυξής τους.
Μιλώντας για τη μελλοντική πολιτική, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, ανέφερε ότι σκοπός είναι η περαιτέρω μείωση των επιτοκίων στο 2% μέχρι την ολοκλήρωση του 2025, ενώ εστιάστηκε στη δυνατότητα τέταρτης μείωσης επιτοκίων στο 2024.
Η πρόθεση είναι να έχουμε την τέταρτη μείωση των επιτοκίων του ευρώ για το 2024 στις 12 Δεκεμβρίου, δήλωσε με σαφήνεια ο Στουρνάρας.
Η αβεβαιότητα που προκύπτει από μια πιθανή εμπορική διαμάχη με τις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι ακόμη ένα σημείο που θα επηρεάσει τις υποθέσεις της ΕΚΤ σχετικά με τη μείωση των επιτοκίων.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι, παρά την πολυάσχολη κατάσταση στις αγορές ενέργειας και την επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη, η ΕΚΤ δεν έχει δείξει διάθεση να παρέχει άμεσες λύσεις στην ενεργειακή κρίση, επικεντρώνοντας την προσοχή της σε νομισματικά ζητήματα. Εν μέσω της ανησυχίας για αυξήσεις τιμών και επιπτώσεις στην αγοραστική δύναμη των Ευρωπαίων πολιτών, η ΕΚΤ φαίνεται να αποφεύγει να αναλάβει ευθύνες που εκτείνονται πέρα από την νομισματική πολιτική.
Όπως φαίνεται, η ενδεχόμενη πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ στο Χρηματιστήριο των ΗΠΑ, οι προειδοποιήσεις για την κακή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και το μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον είναι παράγοντες που αναγκάζουν την ΕΚΤ να εξετάσει προσεκτικά τις παραμέτρους της νομισματικής της στρατηγικής. Αυτή η στρατηγική δεν έχει παράκει ελληνικές προκλήσεις και τις διεθνείς επιπτώσεις από τις γεωπολιτικές εξελίξεις, γεγονός που προσθέτει σε μια ήδη περίπλοκη κατάσταση εντός της Ευρωζώνης.
Η ανάγκη της ΕΚΤ να ισορροπήσει μεταξύ της νομισματικής πολιτικής και των αυξανόμενων κοινωνικοοικονομικών πιέσεων καθίσταται προφανής καθώς οι θεσμικοί φορείς προσπαθούν να διαχειριστούν μία ευαίσθητη κατάσταση οικονομικής αστάθειας.
Επιπλέον, οι Ευρωπαίοι πολίτες αντιμετωπίζουν συνεχώς την ανησυχία για την κοινωνική αστάθεια, εν μέσω της οικονομικής κρίσης και των προκαλούμενων πιέσεων από τις κυβερνήσεις τους να εστιάσουν στην πράσινη μετάβαση.
Συμπερασματικά, η ΕΚΤ φαίνεται να Εργαζεται πάνω σε έναν μύθο, με ερωτήματα γύρω από τη δυνατότητα της να προστατεύσει τη γαλλική και, γενικότερα, την ευρωπαϊκή οικονομία από εξωτερικούς πολιτικούς κινδύνους, παραμένοντας ταυτόχρονα πιστή σ’ έναν ενιαίο πυρήνα νομισματικής πολιτικής.